Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίς
δισθανής
δισκέω
δίσκημα
δίσκηπτρος
δίσκος
δίσκουρα
δισμῡ́ριοι
δισσάρχαι
δισσός
διστάζω
διστεφής
δίστοιχος
δίστολος
δίστομος
δισύναπτος
δισχῑ́λιοι
διτάλαντος
διττός
διῡλίζω
διφαλαγγίᾱ
View word page
δι-στάζω
διστάζωvbperh. δίςἵστημι be in two minds, be in doubtsts. w.prep.phr.indir.q.about sthg., what or whether sthg. is the casePl. Arist. Plb. NT. Plu.

ShortDef

to be in doubt, hesitate

Debugging

Headword:
διστάζω
Headword (normalized):
διστάζω
Headword (normalized/stripped):
δισταζω
IDX:
9628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9629
Key:
διστάζω

Data

{'headword_display': '<b>δι-στάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι<hyph/>στάζω</HL><PS>vb</PS><Ety>perh. <Ref>δίς</Ref><Ref>ἵστημι</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>be in two minds, be in doubt<Expl>sts. <GLbl>w.prep.phr.<or/>indir.q.</GLbl>about sthg., what or whether sthg. is the case</Expl></Tr><Au>Pl. Arist. Plb. NT. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διστάζω'}