Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίπλωμα
δίπλωσις
διπόδης
διποδιάζω
Δῑπολίεια
δίπορος
διπόταμος
δίπους
δίπτυχος
δίπυλος
δίπυρος
Δίρκη
δίρρῡμος
δίς
δισθανής
δισκέω
δίσκημα
δίσκηπτρος
δίσκος
δίσκουρα
δισμῡ́ριοι
View word page
δί-πυρος
δίπυροςονadjπῦρ of torcheswith two flamesi.e. two torchesAr.

ShortDef

with double flame

Debugging

Headword:
δίπυρος
Headword (normalized):
δίπυρος
Headword (normalized/stripped):
διπυρος
IDX:
9615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9616
Key:
δίπυρος

Data

{'headword_display': '<b>δί-πυρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δί<hyph/>πυρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πῦρ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of torches</Indic><Tr>with two flames<Expl>i.e. two torches</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δίπυρος'}