Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διπλήσιος
διπλόη
διπλοίζω
διπλόομαι
διπλοῦς
δίπλωμα
δίπλωσις
διπόδης
διποδιάζω
Δῑπολίεια
δίπορος
διπόταμος
δίπους
δίπτυχος
δίπυλος
δίπυρος
Δίρκη
δίρρῡμος
δίς
δισθανής
δισκέω
View word page
δί-πορος
δίποροςονadjδίςπόρος of the hill on the Isthmosbetween two seasE.

ShortDef

with two roads

Debugging

Headword:
δίπορος
Headword (normalized):
δίπορος
Headword (normalized/stripped):
διπορος
IDX:
9610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9611
Key:
δίπορος

Data

{'headword_display': '<b>δί-πορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δί<hyph/>πορος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δίς</Ref><Ref>πόρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the hill on the Isthmos</Indic><Tr>between two seas</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δίπορος'}