Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διπλάσιος
δίπλεθρος
διπλῇ
διπλήσιος
διπλόη
διπλοίζω
διπλόομαι
διπλοῦς
δίπλωμα
δίπλωσις
διπόδης
διποδιάζω
Δῑπολίεια
δίπορος
διπόταμος
δίπους
δίπτυχος
δίπυλος
δίπυρος
Δίρκη
δίρρῡμος
View word page
δι-πόδης
διπόδηςουmasc.adjδίςπούς of a trenchmeasuring two feetin depth and widthX.

ShortDef

two feet long, broad

Debugging

Headword:
διπόδης
Headword (normalized):
διπόδης
Headword (normalized/stripped):
διποδης
IDX:
9607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9608
Key:
διπόδης

Data

{'headword_display': '<b>δι-πόδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δι<hyph/>πόδης</HL><Infl>ου</Infl><PS>masc.adj</PS><Ety><Ref>δίς</Ref><Ref>πούς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a trench</Indic><Tr>measuring two feet<Expl>in depth and width</Expl></Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διπόδης'}