Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διπλασιόομαι
διπλάσιος
δίπλεθρος
διπλῇ
διπλήσιος
διπλόη
διπλοίζω
διπλόομαι
διπλοῦς
δίπλωμα
δίπλωσις
διπόδης
διποδιάζω
Δῑπολίεια
δίπορος
διπόταμος
δίπους
δίπτυχος
δίπυλος
δίπυρος
Δίρκη
View word page
δίπλωσις
δίπλωσιςεωςf doublingof elements making up a wordcompoundingArist.

ShortDef

a compounding of words

Debugging

Headword:
δίπλωσις
Headword (normalized):
δίπλωσις
Headword (normalized/stripped):
διπλωσις
IDX:
9606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9607
Key:
δίπλωσις

Data

{'headword_display': '<b>δίπλωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δίπλωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>doubling<Expl>of elements making up a word</Expl></Def><Tr>compounding</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δίπλωσις'}