Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιολογίᾱ
διπλασιόομαι
διπλάσιος
δίπλεθρος
διπλῇ
διπλήσιος
διπλόη
διπλοίζω
διπλόομαι
διπλοῦς
δίπλωμα
δίπλωσις
διπόδης
διποδιάζω
Δῑπολίεια
δίπορος
διπόταμος
δίπους
View word page
διπλοίζω
διπλοίζωvb make twice as greatdoublea burdenA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διπλοίζω
Headword (normalized):
διπλοίζω
Headword (normalized/stripped):
διπλοιζω
IDX:
9602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9603
Key:
διπλοίζω

Data

{'headword_display': '<b>διπλοίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>διπλοίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Def>make twice as great</Def><Tr>double</Tr><Obj>a burden<Au>A.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διπλοίζω'}