Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίπηχυς
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιολογίᾱ
διπλασιόομαι
διπλάσιος
δίπλεθρος
διπλῇ
διπλήσιος
διπλόη
διπλοίζω
διπλόομαι
διπλοῦς
δίπλωμα
δίπλωσις
διπόδης
διποδιάζω
Δῑπολίεια
δίπορος
διπόταμος
View word page
διπλόη
διπλόηηςfδιπλοῦς fig.seam, fissureflawin a person or city, compared to one in metalPl. Plu.

ShortDef

fold, doubling

Debugging

Headword:
διπλόη
Headword (normalized):
διπλόη
Headword (normalized/stripped):
διπλοη
IDX:
9601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9602
Key:
διπλόη

Data

{'headword_display': '<b>διπλόη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διπλόη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διπλοῦς</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>fig.</Indic><Tr>seam, fissure<or/>flaw<Expl>in a person or city, compared to one in metal</Expl></Tr><Au>Pl. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διπλόη'}