Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίπαλτος
δίπηχυς
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιολογίᾱ
διπλασιόομαι
διπλάσιος
δίπλεθρος
διπλῇ
διπλήσιος
διπλόη
διπλοίζω
διπλόομαι
διπλοῦς
δίπλωμα
δίπλωσις
διπόδης
διποδιάζω
Δῑπολίεια
δίπορος
View word page
διπλήσιος
διπλήσιοςIon.adjseeδιπλάσιος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διπλήσιος
Headword (normalized):
διπλήσιος
Headword (normalized/stripped):
διπλησιος
IDX:
9600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9601
Key:
διπλήσιος

Data

{'headword_display': '<b>διπλήσιος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>διπλήσιος</HL><PS>Ion.adj</PS></HG><XR>see<Ref>διπλάσιος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διπλήσιος'}