Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διπάλαστος
δίπαλτος
δίπηχυς
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιολογίᾱ
διπλασιόομαι
διπλάσιος
δίπλεθρος
διπλῇ
διπλήσιος
διπλόη
διπλοίζω
διπλόομαι
διπλοῦς
δίπλωμα
δίπλωσις
διπόδης
διποδιάζω
Δῑπολίεια
View word page
διπλῇ
διπλῇadvsee underδιπλοῦς

ShortDef

twice, twice over

Debugging

Headword:
διπλῇ
Headword (normalized):
διπλῇ
Headword (normalized/stripped):
διπλη
IDX:
9599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9600
Key:
διπλῇ

Data

{'headword_display': '<b>διπλῇ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>διπλῇ</HL><PS>adv</PS></HG><XR>see under<Ref>διπλοῦς</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διπλῇ'}