Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπολούω
ἀπολοφῡ́ρομαι
ἀπολῡμαίνομαι
ἀπολῡμαντήρ
ἀπολύσιμος
ἀπόλυσις
ἀπολυτικῶς
ἀπολυτρόω
ἀπολύτρωσις
ἀπολῡ́ω
ἀπολωβάομαι
ἀπολωτίζω
ἀπολωφάω
ἀπομαγδαλιᾱ́
ἀπομαίνομαι
ἀπομακτέον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεύομαι
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνομαι
View word page
ἀπο-λωβάομαι
ἀπολωβάομαιpass.contr.vb suffer complete disgraceS.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπολωβάομαι
Headword (normalized):
ἀπολωβάομαι
Headword (normalized/stripped):
απολωβαομαι
IDX:
95
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-96
Key:
ἀπολωβάομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-λωβάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>λωβάομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>suffer complete disgrace</Tr><Au>S.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀπολωβάομαι'}