Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίπαις
διπάλαστος
δίπαλτος
δίπηχυς
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιολογίᾱ
διπλασιόομαι
διπλάσιος
δίπλεθρος
διπλῇ
διπλήσιος
διπλόη
διπλοίζω
διπλόομαι
διπλοῦς
δίπλωμα
δίπλωσις
διπόδης
διποδιάζω
View word page
δί-πλεθρος
δί-πλεθροςονadjπλέθρον of a rivermeasuring two plethraw.acc.in widthX.

ShortDef

two

Debugging

Headword:
δίπλεθρος
Headword (normalized):
δίπλεθρος
Headword (normalized/stripped):
διπλεθρος
IDX:
9598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9599
Key:
δίπλεθρος

Data

{'headword_display': '<b>δί-πλεθρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δί-πλεθρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλέθρον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a river</Indic><Tr>measuring two plethra<Expl><GLbl>w.acc.</GLbl>in width</Expl></Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δίπλεθρος'}