Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διοχυρόομαι
δίοψις
δίπαις
διπάλαστος
δίπαλτος
δίπηχυς
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιολογίᾱ
διπλασιόομαι
διπλάσιος
δίπλεθρος
διπλῇ
διπλήσιος
διπλόη
διπλοίζω
διπλόομαι
διπλοῦς
δίπλωμα
δίπλωσις
View word page
διπλασιόομαι
διπλασιόομαιpass.contr.vb of an enemy's powerbe doubledTh.

ShortDef

to become twofold

Debugging

Headword:
διπλασιόομαι
Headword (normalized):
διπλασιόομαι
Headword (normalized/stripped):
διπλασιοομαι
IDX:
9596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9597
Key:
διπλασιόομαι

Data

{'headword_display': '<b>διπλασιόομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>διπλασιόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of an enemy's power</Indic><Tr>be doubled</Tr><Au>Th.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'διπλασιόομαι'}