Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διοτρόφος
διουρίζω
διοχετεύω
διοχλέω
διοχυρόομαι
δίοψις
δίπαις
διπάλαστος
δίπαλτος
δίπηχυς
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιολογίᾱ
διπλασιόομαι
διπλάσιος
δίπλεθρος
διπλῇ
διπλήσιος
διπλόη
διπλοίζω
View word page
διπλάζω
διπλάζωvbδιπλοῦς of sufferingbe doubletwofoldS. pass.of an honour, a wrongbe doubledE. Men.

ShortDef

to double

Debugging

Headword:
διπλάζω
Headword (normalized):
διπλάζω
Headword (normalized/stripped):
διπλαζω
IDX:
9592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9593
Key:
διπλάζω

Data

{'headword_display': '<b>διπλάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>διπλάζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>διπλοῦς</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of suffering</Indic><Tr>be double<or/>twofold</Tr><Au>S.</Au> <vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of an honour, a wrong</Indic><Def>be doubled</Def><Au>E. Men.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'διπλάζω'}