Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Διόσκοροι
διότι
διοτρεφής
διοτρόφος
διουρίζω
διοχετεύω
διοχλέω
διοχυρόομαι
δίοψις
δίπαις
διπάλαστος
δίπαλτος
δίπηχυς
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιολογίᾱ
διπλασιόομαι
διπλάσιος
δίπλεθρος
διπλῇ
View word page
δι-πάλαστος
διπάλαστοςalsoδιπάλαιστοςονadjπαλαστή of missilesmeasuring two palm-breadthsin lengthPlb.of hunting nets, w.acc.in mesh sizeX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διπάλαστος
Headword (normalized):
διπάλαστος
Headword (normalized/stripped):
διπαλαστος
IDX:
9589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9590
Key:
διπάλαστος

Data

{'headword_display': '<b>δι-πάλαστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δι<hyph/>πάλαστος<VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>διπάλαιστος</FmHL></VL></HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>παλαστή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of missiles</Indic><Tr>measuring two palm-breadths<Expl>in length</Expl></Tr><Au>Plb.</Au><aS2><Indic>of hunting nets, <GLbl>w.acc.</GLbl>in mesh size</Indic><Au>X.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'διπάλαστος'}