Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διοσημίᾱ
διοσκέω
Διόσκοροι
διότι
διοτρεφής
διοτρόφος
διουρίζω
διοχετεύω
διοχλέω
διοχυρόομαι
δίοψις
δίπαις
διπάλαστος
δίπαλτος
δίπηχυς
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιολογίᾱ
διπλασιόομαι
διπλάσιος
View word page
δί-οψις
δίοψιςεωςfὄψις insightw.gen.into a person's character, fr. his writingsPlu.

ShortDef

a view through

Debugging

Headword:
δίοψις
Headword (normalized):
δίοψις
Headword (normalized/stripped):
διοψις
IDX:
9587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9588
Key:
δίοψις

Data

{'headword_display': '<b>δί-οψις</b>', 'content': "<NE><HG><HL>δί<hyph/>οψις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ὄψις</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>insight<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>into a person's character, fr. his writings</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>", 'key': 'δίοψις'}