Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διόσδοτος
διοσημίᾱ
διοσκέω
Διόσκοροι
διότι
διοτρεφής
διοτρόφος
διουρίζω
διοχετεύω
διοχλέω
διοχυρόομαι
δίοψις
δίπαις
διπάλαστος
δίπαλτος
δίπηχυς
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιολογίᾱ
διπλασιόομαι
View word page
δι-οχυρόομαι
διοχυρόομαιmid.contr.vb of a commanderthoroughly fortifya positionw.dat. w. ditches and stockadesPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διοχυρόομαι
Headword (normalized):
διοχυρόομαι
Headword (normalized/stripped):
διοχυροομαι
IDX:
9586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9587
Key:
διοχυρόομαι

Data

{'headword_display': '<b>δι-οχυρόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι<hyph/>οχυρόομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a commander</Indic><Tr>thoroughly fortify</Tr><Obj>a position<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl> w. ditches and stockades</Expl><Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διοχυρόομαι'}