Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διορχέομαι
δῖος
Διός
διόσδοτος
διοσημίᾱ
διοσκέω
Διόσκοροι
διότι
διοτρεφής
διοτρόφος
διουρίζω
διοχετεύω
διοχλέω
διοχυρόομαι
δίοψις
δίπαις
διπάλαστος
δίπαλτος
δίπηχυς
διπλάζω
δίπλαξ
View word page
διουρίζω
διουρίζωIon.vbseeδιορίζω

ShortDef

percolate

Debugging

Headword:
διουρίζω
Headword (normalized):
διουρίζω
Headword (normalized/stripped):
διουριζω
IDX:
9583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9584
Key:
διουρίζω

Data

{'headword_display': '<b>διουρίζω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>διουρίζω</HL><PS>Ion.vb</PS></HG><XR>see<Ref>διορίζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διουρίζω'}