Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διορυχή
διορχέομαι
δῖος
Διός
διόσδοτος
διοσημίᾱ
διοσκέω
Διόσκοροι
διότι
διοτρεφής
διοτρόφος
διουρίζω
διοχετεύω
διοχλέω
διοχυρόομαι
δίοψις
δίπαις
διπάλαστος
δίπαλτος
δίπηχυς
διπλάζω
View word page
διο-τρόφος
διοτρόφοςονadj of Cretethat nurtured ZeusE.fr.

ShortDef

nurse of Zeus

Debugging

Headword:
διοτρόφος
Headword (normalized):
διοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
διοτροφος
IDX:
9582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9583
Key:
διοτρόφος

Data

{'headword_display': '<b>διο-τρόφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διο<hyph/>τρόφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of Crete</Indic><Tr>that nurtured Zeus</Tr><Au>E.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'διοτρόφος'}