Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διορκισμός
διόρνυμαι
διόρυγμα
διορύσσω
διορυχή
διορχέομαι
δῖος
Διός
διόσδοτος
διοσημίᾱ
διοσκέω
Διόσκοροι
διότι
διοτρεφής
διοτρόφος
διουρίζω
διοχετεύω
διοχλέω
διοχυρόομαι
δίοψις
δίπαις
View word page
διοσκέω
διοσκέωcontr.vb perh.gaze at constantly, oglea youthAnacr.

ShortDef

look earnestly at

Debugging

Headword:
διοσκέω
Headword (normalized):
διοσκέω
Headword (normalized/stripped):
διοσκεω
IDX:
9578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9579
Key:
διοσκέω

Data

{'headword_display': '<b>διοσκέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>διοσκέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Qualif>perh.</Qualif><Tr>gaze at constantly, ogle</Tr><Obj>a youth<Au>Anacr.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διοσκέω'}