Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διορθωτής
διορθωτικός
διορίζω
διόρισις
διορισμός
διορκισμός
διόρνυμαι
διόρυγμα
διορύσσω
διορυχή
διορχέομαι
δῖος
Διός
διόσδοτος
διοσημίᾱ
διοσκέω
Διόσκοροι
διότι
διοτρεφής
διοτρόφος
διουρίζω
View word page
δι-ορχέομαι
διορχέομαιmid.contr.vb compete in dancingAr.w.dat.w. someoneAr.

ShortDef

to dance

Debugging

Headword:
διορχέομαι
Headword (normalized):
διορχέομαι
Headword (normalized/stripped):
διορχεομαι
IDX:
9573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9574
Key:
διορχέομαι

Data

{'headword_display': '<b>δι-ορχέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι<hyph/>ορχέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>compete in dancing</Tr><Au>Ar.</Au><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Ar.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'διορχέομαι'}