Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διόρθωσις
διορθωτής
διορθωτικός
διορίζω
διόρισις
διορισμός
διορκισμός
διόρνυμαι
διόρυγμα
διορύσσω
διορυχή
διορχέομαι
δῖος
Διός
διόσδοτος
διοσημίᾱ
διοσκέω
Διόσκοροι
διότι
διοτρεφής
διοτρόφος
View word page
διορυχή
διορυχήῆςf digging of a canalw.gen.across a peninsulaD.

ShortDef

undermining

Debugging

Headword:
διορυχή
Headword (normalized):
διορυχή
Headword (normalized/stripped):
διορυχη
IDX:
9572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9573
Key:
διορυχή

Data

{'headword_display': '<b>διορυχή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διορυχή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>digging of a canal<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>across a peninsula</Expl></Tr><Au>D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διορυχή'}