Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διορθόω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτής
διορθωτικός
διορίζω
διόρισις
διορισμός
διορκισμός
διόρνυμαι
διόρυγμα
διορύσσω
διορυχή
διορχέομαι
δῖος
Διός
διόσδοτος
διοσημίᾱ
διοσκέω
Διόσκοροι
διότι
View word page
διόρυγμα
διόρυγμαατοςnδιορύσσω channel, canalTh.

ShortDef

a through-cut, canal

Debugging

Headword:
διόρυγμα
Headword (normalized):
διόρυγμα
Headword (normalized/stripped):
διορυγμα
IDX:
9570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9571
Key:
διόρυγμα

Data

{'headword_display': '<b>διόρυγμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διόρυγμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>διορύσσω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>channel, canal</Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διόρυγμα'}