Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διορθεύω
διορθόω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτής
διορθωτικός
διορίζω
διόρισις
διορισμός
διορκισμός
διόρνυμαι
διόρυγμα
διορύσσω
διορυχή
διορχέομαι
δῖος
Διός
διόσδοτος
διοσημίᾱ
διοσκέω
Διόσκοροι
View word page
δι-όρνυμαι
διόρνυμαιmid.vb of Iorush overacrossplacesA.

ShortDef

hurry through

Debugging

Headword:
διόρνυμαι
Headword (normalized):
διόρνυμαι
Headword (normalized/stripped):
διορνυμαι
IDX:
9569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9570
Key:
διόρνυμαι

Data

{'headword_display': '<b>δι-όρνυμαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι<hyph/>όρνυμαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of Io</Indic><Tr>rush over<or/>across<Expl>places</Expl></Tr><Au>A.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διόρνυμαι'}