Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτής
διορθωτικός
διορίζω
διόρισις
διορισμός
διορκισμός
διόρνυμαι
διόρυγμα
διορύσσω
διορυχή
διορχέομαι
δῖος
Διός
διόσδοτος
διοσημίᾱ
διοσκέω
View word page
δι-ορκισμός
διορκισμόςοῦmsworn assurancethat sthg. will happenPlb.

ShortDef

assurance on oath

Debugging

Headword:
διορκισμός
Headword (normalized):
διορκισμός
Headword (normalized/stripped):
διορκισμος
IDX:
9568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9569
Key:
διορκισμός

Data

{'headword_display': '<b>δι-ορκισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δι<hyph/>ορκισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Tr>sworn assurance<Expl>that sthg. will happen</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διορκισμός'}