Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διοράω
διοργίζομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτής
διορθωτικός
διορίζω
διόρισις
διορισμός
διορκισμός
διόρνυμαι
διόρυγμα
διορύσσω
διορυχή
διορχέομαι
δῖος
Διός
διόσδοτος
View word page
διόρισις
διόρισιςεωςf distinction, differentiationPl.

ShortDef

distinction

Debugging

Headword:
διόρισις
Headword (normalized):
διόρισις
Headword (normalized/stripped):
διορισις
IDX:
9566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9567
Key:
διόρισις

Data

{'headword_display': '<b>διόρισις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διόρισις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>distinction, differentiation</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διόρισις'}