Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διόπτρᾱ
δίοπτρον
διοράω
διοργίζομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτής
διορθωτικός
διορίζω
διόρισις
διορισμός
διορκισμός
διόρνυμαι
διόρυγμα
διορύσσω
διορυχή
διορχέομαι
δῖος
View word page
διορθωτικός
διορθωτικόςή όνadjof a personable to get things rightsuccessfulArist.of one kind of justicerectifying, correctiveArist.

ShortDef

corrective

Debugging

Headword:
διορθωτικός
Headword (normalized):
διορθωτικός
Headword (normalized/stripped):
διορθωτικος
IDX:
9564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9565
Key:
διορθωτικός

Data

{'headword_display': '<b>διορθωτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διορθωτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a person</Indic><Def>able to get things right</Def><Tr>successful</Tr><Au>Arist.</Au></aS1><aS1><Indic>of one kind of justice</Indic><Tr>rectifying, corrective</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διορθωτικός'}