Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διόπτης
διόπτρᾱ
δίοπτρον
διοράω
διοργίζομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτής
διορθωτικός
διορίζω
διόρισις
διορισμός
διορκισμός
διόρνυμαι
διόρυγμα
διορύσσω
διορυχή
διορχέομαι
View word page
διορθωτής
διορθωτήςοῦm reformerw.gen.of a constitutionPlu.

ShortDef

a corrector, reformer

Debugging

Headword:
διορθωτής
Headword (normalized):
διορθωτής
Headword (normalized/stripped):
διορθωτης
IDX:
9563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9564
Key:
διορθωτής

Data

{'headword_display': '<b>διορθωτής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διορθωτής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>reformer<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a constitution</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διορθωτής'}