Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διοπλήξ
δίοποι
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτρᾱ
δίοπτρον
διοράω
διοργίζομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτής
διορθωτικός
διορίζω
διόρισις
διορισμός
διορκισμός
διόρνυμαι
View word page
δι-ορθεύω
διορθεύωvbδιά of a populacerightly assessspeechesE.

ShortDef

to judge rightly

Debugging

Headword:
διορθεύω
Headword (normalized):
διορθεύω
Headword (normalized/stripped):
διορθευω
IDX:
9559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9560
Key:
διορθεύω

Data

{'headword_display': '<b>δι-ορθεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι<hyph/>ορθεύω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>διά</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a populace</Indic><Tr>rightly assess</Tr><Obj>speeches<Au>E.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διορθεύω'}