Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διοπετής
διοπλήξ
δίοποι
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτρᾱ
δίοπτρον
διοράω
διοργίζομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτής
διορθωτικός
διορίζω
διόρισις
διορισμός
διορκισμός
View word page
δι-όργυιος
διόργυιοςονadjδίςὄργυια of a lakemeasuring two fathomsw.acc.in depthHdt.

ShortDef

two fathoms long, high

Debugging

Headword:
διόργυιος
Headword (normalized):
διόργυιος
Headword (normalized/stripped):
διοργυιος
IDX:
9558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9559
Key:
διόργυιος

Data

{'headword_display': '<b>δι-όργυιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δι<hyph/>όργυιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δίς</Ref><Ref>ὄργυια</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a lake</Indic><Tr>measuring two fathoms<Expl><GLbl>w.acc.</GLbl>in depth</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διόργυιος'}