Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διόπερ
διοπετής
διοπλήξ
δίοποι
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτρᾱ
δίοπτρον
διοράω
διοργίζομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτής
διορθωτικός
διορίζω
διόρισις
διορισμός
View word page
δι-οργίζομαι
διοργίζομαιpass.vb be thoroughly angeredPlb. Plu.

ShortDef

to be very angry

Debugging

Headword:
διοργίζομαι
Headword (normalized):
διοργίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διοργιζομαι
IDX:
9557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9558
Key:
διοργίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>δι-οργίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι<hyph/>οργίζομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be thoroughly angered</Tr><Au>Plb. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διοργίζομαι'}