Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Διονῡ́σιος
Διονῡσοκόλακες
Διόνῡσος
διόπερ
διοπετής
διοπλήξ
δίοποι
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτρᾱ
δίοπτρον
διοράω
διοργίζομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτής
διορθωτικός
View word page
διόπτρᾱ
διόπτρᾱᾱςf device for looking throughbinocularsconsisting of a pair of tubes, for observing torch-signalsPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διόπτρᾱ
Headword (normalized):
διόπτρᾱ
Headword (normalized/stripped):
διοπτρα
IDX:
9554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9555
Key:
διόπτρᾱ

Data

{'headword_display': '<b>διόπτρᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διόπτρᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>device for looking through</Def><Tr>binoculars<Expl>consisting of a pair of tubes, for observing torch-signals</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διόπτρᾱ'}