Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διονομάζω
Διονῡ́σιος
Διονῡσοκόλακες
Διόνῡσος
διόπερ
διοπετής
διοπλήξ
δίοποι
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτρᾱ
δίοπτρον
διοράω
διοργίζομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτής
View word page
διόπτης
διόπτηςου
dial.διόπτᾱς
m
spyE.epith. of Zeus, w. allusion to a holed garment held by the speakerone who sees throughw.adv.everywhereAr.

ShortDef

a looker through

Debugging

Headword:
διόπτης
Headword (normalized):
διόπτης
Headword (normalized/stripped):
διοπτης
IDX:
9553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9554
Key:
διόπτης

Data

{'headword_display': '<b>διόπτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διόπτης</HL><Infl>ου</Infl><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>διόπτᾱς</FmHL><DInfl><FmInfl>ᾱ</FmInfl></DInfl></DL><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>spy</Tr><Au>E.</Au></nS1><nS1><Indic>epith. of Zeus, w. allusion to a holed garment held by the speaker</Indic><Tr>one who sees through<Expl><GLbl>w.adv.</GLbl>everywhere</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διόπτης'}