Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίον
διονομάζω
Διονῡ́σιος
Διονῡσοκόλακες
Διόνῡσος
διόπερ
διοπετής
διοπλήξ
δίοποι
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτρᾱ
δίοπτρον
διοράω
διοργίζομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διόρθωμα
διόρθωσις
View word page
διοπτήρ
διοπτήρῆροςmδιοράω scout, spyIl.in the Roman armyjunior officer chosen to assist a superioroptioPlu.

ShortDef

a spy, scout

Debugging

Headword:
διοπτήρ
Headword (normalized):
διοπτήρ
Headword (normalized/stripped):
διοπτηρ
IDX:
9552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9553
Key:
διοπτήρ

Data

{'headword_display': '<b>διοπτήρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διοπτήρ</HL><Infl>ῆρος</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>διοράω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>scout, spy</Tr><Au>Il.</Au></nS1><nS1><Indic>in the Roman army</Indic><Def>junior officer chosen to assist a superior</Def><Tr><ital>optio</ital></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διοπτήρ'}