Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διομολογίᾱ
δίον
διονομάζω
Διονῡ́σιος
Διονῡσοκόλακες
Διόνῡσος
διόπερ
διοπετής
διοπλήξ
δίοποι
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτρᾱ
δίοπτρον
διοράω
διοργίζομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διόρθωμα
View word page
διοπτεύω
διοπτεύωvbreltd.διοπτήρ act as a spyIl.be on the lookoutw.indir.q.for what one might reportX. seea placew.predic.adj.in a particular conditionS.

ShortDef

to watch accurately, spy about

Debugging

Headword:
διοπτεύω
Headword (normalized):
διοπτεύω
Headword (normalized/stripped):
διοπτευω
IDX:
9551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9552
Key:
διοπτεύω

Data

{'headword_display': '<b>διοπτεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>διοπτεύω</HL><PS>vb</PS><Ety>reltd.<Ref>διοπτήρ</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>act as a spy</Tr><Au>Il.</Au><vS2><Tr>be on the lookout</Tr><Cmpl><GLbl>w.indir.q.</GLbl>for what one might report<Au>X.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> <vS1><Tr>see</Tr><Obj>a place<Expl><GLbl>w.predic.adj.</GLbl>in a particular condition</Expl><Au>S.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διοπτεύω'}