Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διομολόγησις
διομολογίᾱ
δίον
διονομάζω
Διονῡ́σιος
Διονῡσοκόλακες
Διόνῡσος
διόπερ
διοπετής
διοπλήξ
δίοποι
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτρᾱ
δίοπτρον
διοράω
διοργίζομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
View word page
δίοποι
δίοποιωνm.plδιέπω commandersin an armyE.appos.w. βασιλῆς kingsA. perh. non-militaryofficersin the service of a kingPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίοποι
Headword (normalized):
δίοποι
Headword (normalized/stripped):
διοποι
IDX:
9550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9551
Key:
δίοποι

Data

{'headword_display': '<b>δίοποι</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δίοποι</HL><Infl>ων</Infl><PS>m.pl</PS><Ety><Ref>διέπω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>commanders<Expl>in an army</Expl></Tr><Au>E.</Au><nS2><Indic>appos.w. <Ref>βασιλῆς</Ref> <ital>kings</ital></Indic><Au>A.</Au></nS2></nS1> <nS1><Indic>perh. non-military</Indic><Tr>officers<Expl>in the service of a king</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δίοποι'}