Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διομολογέω
διομολόγησις
διομολογίᾱ
δίον
διονομάζω
Διονῡ́σιος
Διονῡσοκόλακες
Διόνῡσος
διόπερ
διοπετής
διοπλήξ
δίοποι
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτρᾱ
δίοπτρον
διοράω
διοργίζομαι
διόργυιος
διορθεύω
View word page
διο-πλήξ
διοπλήξῆγοςmasc.fem.adjπλήσσω of a personstruck by Zeuscrack-brained, crazyHippon.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διοπλήξ
Headword (normalized):
διοπλήξ
Headword (normalized/stripped):
διοπληξ
IDX:
9549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9550
Key:
διοπλήξ

Data

{'headword_display': '<b>διο-πλήξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διο<hyph/>πλήξ</HL><Infl>ῆγος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>πλήσσω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Def>struck by Zeus</Def><Tr>crack-brained, crazy</Tr><Au>Hippon.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διοπλήξ'}