Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίομαι
διομαλίζω
Διομήδης
διόμνῡμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογίᾱ
δίον
διονομάζω
Διονῡ́σιος
Διονῡσοκόλακες
Διόνῡσος
διόπερ
διοπετής
διοπλήξ
δίοποι
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτρᾱ
δίοπτρον
View word page
Διονῡσο-κόλακες
Διονῡσοκόλακεςωνm.plΔιόνῡσοςκόλαξ parasites of Dionysusabusive term for actorsArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Διονῡσοκόλακες
Headword (normalized):
διονῡσοκόλακες
Headword (normalized/stripped):
διονυσοκολακες
IDX:
9545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9546
Key:
Διονῡσοκόλακες

Data

{'headword_display': '<b>Διονῡσο-κόλακες</b>', 'content': '<NE><HG><HL>Διονῡσο<hyph/>κόλακες</HL><Infl>ων</Infl><PS>m.pl</PS><Ety><Ref>Διόνῡσος</Ref><Ref>κόλαξ</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>parasites of Dionysus<Expl>abusive term for actors</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'Διονῡσοκόλακες'}