Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διολοφῡ́ρομαι
δίομαι
δίομαι
διομαλίζω
Διομήδης
διόμνῡμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογίᾱ
δίον
διονομάζω
Διονῡ́σιος
Διονῡσοκόλακες
Διόνῡσος
διόπερ
διοπετής
διοπλήξ
δίοποι
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
View word page
δι-ονομάζω
διονομάζωvb assign namesto thingsPl. pass.of personsbe well-knownIsoc.

ShortDef

to distinguish by a name

Debugging

Headword:
διονομάζω
Headword (normalized):
διονομάζω
Headword (normalized/stripped):
διονομαζω
IDX:
9543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9544
Key:
διονομάζω

Data

{'headword_display': '<b>δι-ονομάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι<hyph/>ονομάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>assign names<Expl>to things</Expl></Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> <vS1><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of persons</Indic><Def>be well-known</Def><Au>Isoc.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'διονομάζω'}