Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
διόλου
διολοφῡ́ρομαι
δίομαι
δίομαι
διομαλίζω
Διομήδης
διόμνῡμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογίᾱ
δίον
διονομάζω
Διονῡ́σιος
Διονῡσοκόλακες
Διόνῡσος
διόπερ
διοπετής
διοπλήξ
δίοποι
διοπτεύω
διοπτήρ
View word page
δίον
δίον
ep.1sg.impf.
see
δίω
, under
δίομαι
1
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δίον
Headword (normalized):
δίον
Headword (normalized/stripped):
διον
IDX:
9542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9543
Key:
δίον
Data
{'headword_display': '<b>δίον</b>', 'content': '<XE><RefFm>δίον<LblR>ep.1sg.impf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δίω</Ref>, under<Ref>δίομαι<Hm>1</Hm></Ref></XR> </XE>', 'key': 'δίον'}