Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διόλλῡμι
διόλου
διολοφῡ́ρομαι
δίομαι
δίομαι
διομαλίζω
Διομήδης
διόμνῡμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογίᾱ
δίον
διονομάζω
Διονῡ́σιος
Διονῡσοκόλακες
Διόνῡσος
διόπερ
διοπετής
διοπλήξ
δίοποι
διοπτεύω
View word page
διομολογίᾱ
διομολογίᾱᾱςf in legal or quasi-legal ctxts.agreement, contractIs. Arist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διομολογίᾱ
Headword (normalized):
διομολογίᾱ
Headword (normalized/stripped):
διομολογια
IDX:
9541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9542
Key:
διομολογίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>διομολογίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διομολογίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Indic>in legal or quasi-legal ctxts.</Indic><Tr>agreement, contract</Tr><Au>Is. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διομολογίᾱ'}