Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διολισθάνω
διόλλῡμι
διόλου
διολοφῡ́ρομαι
δίομαι
δίομαι
διομαλίζω
Διομήδης
διόμνῡμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογίᾱ
δίον
διονομάζω
Διονῡ́σιος
Διονῡσοκόλακες
Διόνῡσος
διόπερ
διοπετής
διοπλήξ
δίοποι
View word page
διομολόγησις
διομολόγησιςεωςf agreement, pactbetw. statesPlb.

ShortDef

a convention

Debugging

Headword:
διομολόγησις
Headword (normalized):
διομολόγησις
Headword (normalized/stripped):
διομολογησις
IDX:
9540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9541
Key:
διομολόγησις

Data

{'headword_display': '<b>διομολόγησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διομολόγησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>agreement, pact<Expl>betw. states</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διομολόγησις'}