Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄρρηκτος
ἄρρην
ἀρρηνής
ἄρρητος
ἀρρηφορέω
ἀρρηφορίᾱ
ἄρρῑς
ἄρριχος
ἀρρυθμέω
ἀρρυθμίᾱ
ἀρρύθμιστος
ἄρρυθμος
ἀρρῡσίαστος
ἀρρωδέω
ἀρρώξ
ἀρρωστέω
ἀρρώστημα
ἀρρωστίᾱ
ἄρρωστος
ἀρσάμενος
ἄρσᾱς
View word page
ἀ-ρρύθμιστος
ρρύθμιστοςονadjprivatv.prfx., ῥυθμίζω of a primary materialunstructuredArist.

ShortDef

not reduced to form, unorganized

Debugging

Headword:
ἀρρύθμιστος
Headword (normalized):
ἀρρύθμιστος
Headword (normalized/stripped):
αρρυθμιστος
IDX:
953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-954
Key:
ἀρρύθμιστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-ρρύθμιστος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀ<hyph/>ρρύθμιστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx., <Ref>ῥυθμίζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>of a primary material</Indic><Tr>unstructured</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀρρύθμιστος'}