Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
διοκωχή
διολισθάνω
διόλλῡμι
διόλου
διολοφῡ́ρομαι
δίομαι
δίομαι
διομαλίζω
Διομήδης
διόμνῡμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογίᾱ
δίον
διονομάζω
Διονῡ́σιος
Διονῡσοκόλακες
Διόνῡσος
View word page
δι-ομαλίζω
διομαλίζωvb be consistentin one's conductPlu.

ShortDef

to be always evenminded

Debugging

Headword:
διομαλίζω
Headword (normalized):
διομαλίζω
Headword (normalized/stripped):
διομαλιζω
IDX:
9536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9537
Key:
διομαλίζω

Data

{'headword_display': '<b>δι-ομαλίζω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δι<hyph/>ομαλίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be consistent<Expl>in one's conduct</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'διομαλίζω'}