Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διοιστέον
διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
διοκωχή
διολισθάνω
διόλλῡμι
διόλου
διολοφῡ́ρομαι
δίομαι
δίομαι
διομαλίζω
Διομήδης
διόμνῡμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογίᾱ
δίον
διονομάζω
Διονῡ́σιος
Διονῡσοκόλακες
View word page
δίομαι2
δίομαι2mid.vbapp.reltd.δείδω be afraidw.inf.to do sthg.A.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίομαι
Headword (normalized):
δίομαι
Headword (normalized/stripped):
διομαι
IDX:
9535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9536
Key:
δίομαι_2

Data

{'headword_display': '<b>δίομαι</b><sup>2</sup>', 'content': '<VE><vHG><HL>δίομαι<Hm>2</Hm></HL><PS>mid.vb</PS><Ety>app.reltd.<Ref>δείδω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be afraid</Tr><Cmpl><GLbl>w.inf.</GLbl>to do sthg.<Au>A.</Au> </Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'δίομαι_2'}