Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διοικοδομέω
διοινόομαι
διοιστέον
διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
διοκωχή
διολισθάνω
διόλλῡμι
διόλου
διολοφῡ́ρομαι
δίομαι
δίομαι
διομαλίζω
Διομήδης
διόμνῡμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογίᾱ
δίον
διονομάζω
View word page
δι-ολοφῡ́ρομαι
διολοφῡ́ρομαιmid.vb keep lamentingw. πρός + acc.to oneselfPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διολοφῡ́ρομαι
Headword (normalized):
διολοφῡ́ρομαι
Headword (normalized/stripped):
διολοφυρομαι
IDX:
9533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9534
Key:
διολοφῡ́ρομαι

Data

{'headword_display': '<b>δι-ολοφῡ́ρομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι<hyph/>ολοφῡ́ρομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>keep lamenting</Tr><Cmpl><GLbl>w. <Gr>πρός</Gr> + acc.</GLbl>to oneself<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'διολοφῡ́ρομαι'}