Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διοικισμός
διοικοδομέω
διοινόομαι
διοιστέον
διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
διοκωχή
διολισθάνω
διόλλῡμι
διόλου
διολοφῡ́ρομαι
δίομαι
δίομαι
διομαλίζω
Διομήδης
διόμνῡμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογίᾱ
δίον
View word page
δι-όλου
δι-όλουadvὅλος wholly, entirelyArist. Plu.

ShortDef

altogether

Debugging

Headword:
διόλου
Headword (normalized):
διόλου
Headword (normalized/stripped):
διολου
IDX:
9532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9533
Key:
διόλου

Data

{'headword_display': '<b>δι-όλου</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>δι-όλου</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>ὅλος</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>wholly, entirely</Tr><Au>Arist. Plu.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'διόλου'}