Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διοικίζω
διοίκισις
διοικισμός
διοικοδομέω
διοινόομαι
διοιστέον
διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
διοκωχή
διολισθάνω
διόλλῡμι
διόλου
διολοφῡ́ρομαι
δίομαι
δίομαι
διομαλίζω
Διομήδης
διόμνῡμι
διομολογέω
διομολόγησις
View word page
δι-ολισθάνω
διολισθάνωalso perh.διολισθαίνωPl.vbaor.2
διώλισθον
of a personslip away, escapePlu. give the slip to, eludecreditorsAr.of a concepta personPl. frustratesomeone's designsPlb.survivecrises, dangersPlb.intr.come through unscathedPlb.

ShortDef

to slip through, to give

Debugging

Headword:
διολισθάνω
Headword (normalized):
διολισθάνω
Headword (normalized/stripped):
διολισθανω
IDX:
9530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9531
Key:
διολισθάνω

Data

{'headword_display': '<b>δι-ολισθάνω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δι<hyph/>ολισθάνω<VL><Lbl>also perh.</Lbl><FmHL>διολισθαίνω</FmHL><Au>Pl.</Au></VL></HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.2</Lbl><Form>διώλισθον</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>slip away, escape</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> <vS1><Tr>give the slip to, elude</Tr><Obj>creditors<Au>Ar.</Au></Obj><vS2><Indic>of a concept</Indic><Obj>a person<Au>Pl.</Au></Obj></vS2> </vS1> <vS1><Tr>frustrate</Tr><Obj>someone's designs<Au>Plb.</Au></Obj><vS2><Tr>survive</Tr><Obj>crises, dangers<Au>Plb.</Au></Obj></vS2><vS2><Indic>intr.</Indic><Tr>come through unscathed</Tr><Au>Plb.</Au></vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'διολισθάνω'}