Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διοικητής
διοικίζω
διοίκισις
διοικισμός
διοικοδομέω
διοινόομαι
διοιστέον
διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
διοκωχή
διολισθάνω
διόλλῡμι
διόλου
διολοφῡ́ρομαι
δίομαι
δίομαι
διομαλίζω
Διομήδης
διόμνῡμι
διομολογέω
View word page
διοκωχή
διοκωχήῆςfreltd.διέχω remission, abatementof a plagueTh.

ShortDef

a cessation

Debugging

Headword:
διοκωχή
Headword (normalized):
διοκωχή
Headword (normalized/stripped):
διοκωχη
IDX:
9529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9530
Key:
διοκωχή

Data

{'headword_display': '<b>διοκωχή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διοκωχή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety>reltd.<Ref>διέχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>remission, abatement<Expl>of a plague</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διοκωχή'}