Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίοιδα
διοικέω
διοίκησις
διοικητής
διοικίζω
διοίκισις
διοικισμός
διοικοδομέω
διοινόομαι
διοιστέον
διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
διοκωχή
διολισθάνω
διόλλῡμι
διόλου
διολοφῡ́ρομαι
δίομαι
δίομαι
διομαλίζω
View word page
δι-οϊστεύω
διοϊστεύωvb shoot an arrow throughw.gen.a series of aperturesOd. shoot an arrow acrossa specified spaceOd.

ShortDef

to shoot an arrow through

Debugging

Headword:
διοϊστεύω
Headword (normalized):
διοϊστεύω
Headword (normalized/stripped):
διοιστευω
IDX:
9526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9527
Key:
διοϊστεύω

Data

{'headword_display': '<b>δι-οϊστεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι<hyph/>οϊστεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>shoot an arrow through</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>a series of apertures<Au>Od.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Tr>shoot an arrow across<Expl>a specified space</Expl></Tr><Au>Od.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διοϊστεύω'}