Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Διόθεν
διοίγω
δίοιδα
διοικέω
διοίκησις
διοικητής
διοικίζω
διοίκισις
διοικισμός
διοικοδομέω
διοινόομαι
διοιστέον
διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
διοκωχή
διολισθάνω
διόλλῡμι
διόλου
διολοφῡ́ρομαι
δίομαι
View word page
δι-οινόομαι
διοινόομαιpass.contr.vbpf.ptcpl.
διῳνωμένος
pf.ptcpl.adj.drunkon winePl.

ShortDef

to be quite full of wine

Debugging

Headword:
διοινόομαι
Headword (normalized):
διοινόομαι
Headword (normalized/stripped):
διοινοομαι
IDX:
9524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9525
Key:
διοινόομαι

Data

{'headword_display': '<b>δι-οινόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι<hyph/>οινόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>pf.ptcpl.</Lbl><Form>διῳνωμένος</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><vSGrm><GLbl>pf.ptcpl.adj.</GLbl><Def>drunk<Expl>on wine</Expl></Def><Au>Pl.</Au> </vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'διοινόομαι'}